- ραιβοκρανος
- ῥαιβόκρανοςῥαιβό-κρᾱνος2с изогнутой головкой
(κορύνη Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κορύνη Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ραιβόκρανος — η, ο / ῥαιβόκρανος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει ραιβό, δηλαδή στραμμένο, το κεφάλι του προς τη μία πλευρά, στραβοκέφαλος, στραβολαίμης νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ραιβόκρανο ιατρ. ανωμαλία κατά την οποία η κεφαλή έλκεται προς το ένα πλάγιο και… … Dictionary of Greek
ῥαιβόκρανος — ῥαιβόκρᾱνος , ῥαιβόκρανος with crooked head masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαιβόκρανον — ῥαιβόκρᾱνον , ῥαιβόκρανος with crooked head masc/fem acc sg ῥαιβόκρᾱνον , ῥαιβόκρανος with crooked head neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)